- ξεφλούδισμα
- το шелушение; лущение; очищение от коры, скорлупы, кожуры; облупливание (лица)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεφλούδισμα — το [ξεφλουδίζω] 1. αποφλοίωση 2. απολέπιση … Dictionary of Greek
απολέπιση — η 1. το να αφαιρέσεις τα λέπια του ψαριού 2. ξεφλούδισμα της επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
αποφλοίωση — η αφαίρεση ή αποβολή του φλοιού, ξεφλούδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποφλοιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
εκφλοιωτής — ο μηχανή που χρησιμοποιείται για το ξεφλούδισμα κορμών δέντρων ή για την αφαίρεση του περικαρπίου διαφόρων καρπών … Dictionary of Greek
καθάρισμα — το [καθαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθαρίζω, απαλλαγή από βρομιές, πάστρεμα («τα ρούχα θέλουν καθάρισμα») 2. απομάκρυνση κάθε αχρήστου ή επιβλαβούς, απολέπισμα, ξεφλούδισμα 3. λαμπικάρισμα, λαγάρισμα, καταστάλαγμα 4. μτφ. φόνος,… … Dictionary of Greek
λέπισμα — (I) λέπισμα, τὸ (Α) [λεπίζω (Ι)], αυτό που αφαιρείται με ξεφλούδισμα, το φλούδι. (II) το ζωολ. γένος θυσάνουρων εντόμων τής οικογένειας λεπισμίδες … Dictionary of Greek
λεπισμός — λεπισμός, ὁ (Μ) [λεπίζω (Ι)] απολέπιση, ξεφλούδισμα … Dictionary of Greek
λοπός — ή λόπος, ὁ (Α) [λέπω] 1. φλοιός, φλούδα («κρομύοιο λοπόν», Ομ. Οδ.) 2. το ξεφλούδισμα τού δέρματος μετά από ασθένεια 3. φρ. «λοπὸς δέρματος» το εξωτερικό μέρος τεμαχίου δέρματος … Dictionary of Greek
περιγλυφή — ἡ, ΜΑ [περιγλύφω] αποφλοίωση, απολέπιση, ξεφλούδισμα … Dictionary of Greek
πτίσις — εως, ἡ, ΜΑ [πτίσσω] το ξελέπισμα, το ξεφλούδισμα τού κριθαριού κ.ά. δημητριακών … Dictionary of Greek
τρίσλοπος — ον, Α τρεις φορές ξεφλουδισμένος («δένδρον τρίσλοπον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + λοπός «φλούδα, ξεφλούδισμα» (< λείπω «ξεφλουδίζω»)] … Dictionary of Greek